- υδροθεραπευτικός
- η , ό[ν] 1. водолечебный;2. (η ) гидротерапия (отрасль медицины)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροθεραπευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροθεραπεία («υδροθεραπευτική μέθοδος») 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροθεραπευτική ιατρ. κλάδος τής ιατρικής, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και εφαρμογή τών υδροθεραπευτικών μέσων και μεθόδων.… … Dictionary of Greek
υδροθεραπευτικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την υδροθεραπεία (βλ. λ.): Υδροθεραπευτική μέθοδος. 2. το θηλ. ως ουσ., υδροθεραπευτική κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την έρευνα και εφαρμογή των υδροθεραπευτικών μέσων και μεθόδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)